ολιγωρώ — ολιγωρώ, ολιγώρησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὀλιγωρῶ — ὀλιγωρέω esteem little pres subj act 1st sg (attic epic doric) ὀλιγωρέω esteem little pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξολιγωρώ — ἐξολιγωρῶ, έω (AM) ολιγωρώ υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολιγωρώ (< ολίγ ωρος < ολίγος + ώρα)] … Dictionary of Greek
παρολιγωρώ — έω, Α ολιγωρώ λίγο, αμελώ, παραμελώ, περιφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀλιγωρῶ «αμελώ, αδιαφορώ»] … Dictionary of Greek
оклеветати — ОКЛЕВЕ|ТАТИ1 (40), ЧОУ ( ЩОУ), ЧЕТЬ ( ЩЕТЬ) гл. 1.Донести на кого л., обвинить в чем л.: ѡклевета ю къ кн҃зю ˫ако кр(с)ть˫анѹ. и ˫ата бывъши. и нѹдима || ѿврѣщисѧ х(с)а… не покорисѧ. ПрЛ 1282, 89в–г; Иже ѡ грѣсѣ нѣкоего оклеветавъ. не можеть… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αμελώ — ( έω) (Α ἀμελῶ) 1. παραμελώ, δεν φροντίζω, ολιγωρώ, αδιαφορώ 2. παθ. δεν βρίσκω την απαραίτητη φροντίδα, δεν μού δίνεται η δέουσα προσοχή, καταφρονούμαι, παραμελούμαι αρχ. 1. είμαι αμελής, απρόσεκτος, αδιάφορος 2. παραβλέπω, ανέχομαι 3. επίρρ.… … Dictionary of Greek
απολιγωρώ — ἀπολιγωρῶ ( έω) (Μ) [ολιγωρώ] αδιαφορώ, δεν λαβαίνω υπ όψιν … Dictionary of Greek
επωριάζω — ἐπωριάζω (Α) μεριμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωριάζω (< ώρα «φροντίδα», πρβλ. ολίγωρος < ολιγωρώ), ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ευωριάζω — εὐωριάζω (Α) ολιγωρώ, αμελώ («εὐωριάζειν αφροντιστεῑν κατ αντίφρασιν ὥρα γὰρ ἡ φροντίς», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευωρία με σημασία «ολιγωρία, αμέλεια»] … Dictionary of Greek
κατολιγωρώ — κατολιγωρῶ, έω (ΑΜ) αδιαφορώ για κάτι εντελώς, παραμελώ τελείως κάτι («κατολιγωρήσαντες δὲ τοῡ δικαίου», Λυσ.) αρχ. 1. είμαι αμελής 2. καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλιγωρῶ «αδιαφορώ, παραμελώ»] … Dictionary of Greek